- παρέλκει
- παρέλκωdraw asidepres ind mp 2nd sgπαρέλκωdraw asidepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρέλκω — ΝΑ [έλκω] 1. παρελκύω, σέρνω κάτι στην άκρη 2. (για χρόνο) α) επιμηκύνω, παρατείνω («τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον παρέλκειν ὀλίγας ἡμέρας», Πολύβ.) β) αναβάλλω («μηδὲν παρέλκων» χωρίς αναβολή) 3. ναυτ. σέρνω, ρυμουλκώ από την ξηρά με πάρολκο και αντίθετα … Dictionary of Greek
παρέλκω — παρέλκυσα 1. παρελκύω, τρενάρω. 2. (απρόσ.) παρέλκει, είναι περιττό: Μετά το θάνατο του αρρώστου παρέλκει κάθε συζήτηση για το είδος της αρρώστιας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
OLYMPIA — I. OLYMPIA orum, ludi ab Hercule instituti, in honrem Iovis, A. M. 2836. ante restaurationem ab Iphiro factam, An. 442. circa Olympiam Eleae regionis urbem a quâ et nomenhabent. Hercules enim, Augeâ Elidis rege superatô, eiusque stabulô repuratô … Hofmann J. Lexicon universale
PRAESENS — I. PRAESENS Consul cum Rufino, An. Urb. Cond. 905. Alius Consul cum Albino, An. 998. II. PRAESENS Latinis perquam eleganter dicitur, quimagnam vim habet pecuniae numeratae, Graece ἔυχαλκος: sed et παρὼν, in optimo Gloss. Praesens, ἐπιφανὴς καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… … Dictionary of Greek